αρθρίτιδα


αρθρίτιδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

artrit

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αρθρίτιδα οι αρθρίτιδες
γενική της αρθρίτιδας των αρθρίτιδων
αιτιατική την αρθρίτιδα τις αρθρίτιδες
κλητική αρθρίτιδα αρθρίτιδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *