αριστούργημα


αριστούργημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kryevepër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αριστούργημα τα αριστουργήματα
γενική του αριστουργήματος των αριστουργημάτων
αιτιατική το αριστούργημα τα αριστουργήματα
κλητική αριστούργημα αριστουργήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *