αρτηρία


αρτηρία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

arterie

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αρτηρία οι αρτηρίες
γενική της αρτηρίας των αρτηριών
αιτιατική την αρτηρία τις αρτηρίες
κλητική αρτηρία αρτηρίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *