αρχαίος


αρχαίος

(επίθετο – mbiemër)

i lashtë

ενικός
ονομαστική αρχαίος αρχαία αρχαίο
γενική αρχαίου αρχαίας αρχαίου
αιτιατική αρχαίο αρχαία αρχαίο
κλητική αρχαίε αρχαία αρχαίο
πληθυντικός
ονομαστική αρχαίοι αρχαίες αρχαία
γενική αρχαίων αρχαίων αρχαίων
αιτιατική αρχαίους αρχαίες αρχαία
κλητική αρχαίοι αρχαίες αρχαία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *