ασθένεια


ασθένεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

sëmundje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ασθένεια οι ασθένειες
γενική της ασθένειας των ασθενειών
αιτιατική την ασθένεια τις ασθένειες
κλητική ασθένεια ασθένειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *