ασθενοφόρο


ασθενοφόρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ambulancë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ασθενοφόρο τα ασθενοφόρα
γενική του ασθενοφόρου των ασθενοφόρων
αιτιατική το ασθενοφόρο τα ασθενοφόρα
κλητική ασθενοφόρο ασθενοφόρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *