αστυνομία


αστυνομία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

policia

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αστυνομία οι αστυνομίες
γενική της αστυνομίας των αστυνομιών
αιτιατική την αστυνομία τις αστυνομίες
κλητική αστυνομία αστυνομίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *