ασφαλής


ασφαλής

(επίθετο – mbiemër)

i sigurt

ενικός
ονομαστική ασφαλής ασφαλής ασφαλές
γενική ασφαλούς ασφαλούς ασφαλούς
αιτιατική ασφαλή ασφαλή ασφαλές
κλητική ασφαλή(ς) ασφαλής ασφαλές
πληθυντικός
ονομαστική ασφαλείς ασφαλείς ασφαλή
γενική ασφαλών ασφαλών ασφαλών
αιτιατική ασφαλείς ασφαλείς ασφαλή
κλητική ασφαλείς ασφαλείς ασφαλή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *