ατελείωτος


ατελείωτος

(επίθετο – mbiemër)

i pafund

ενικός
ονομαστική ατελείωτος / ατέλειωτος ατελείωτη / ατέλειωτη ατελείωτο / ατέλειωτο
γενική ατελείωτου / ατέλειωτου ατελείωτης / ατέλειωτης ατελείωτου / ατέλειωτου
αιτιατική ατελείωτο / ατέλειωτο ατελείωτη / ατέλειωτη ατελείωτο / ατέλειωτο
κλητική ατελείωτε / ατέλειωτε ατελείωτη / ατέλειωτη ατελείωτο / ατέλειωτο
πληθυντικός
ονομαστική ατελείωτοι / ατέλειωτοι ατελείωτες / ατέλειωτες ατελείωτα / ατέλειωτα
γενική ατελείωτων / ατέλειωτων ατελείωτων / ατέλειωτων ατελείωτων / ατέλειωτων
αιτιατική ατελείωτους / ατέλειωτους ατελείωτες / ατέλειωτες ατελείωτα / ατέλειωτα
κλητική ατελείωτοι / ατέλειωτοι ατελείωτες / ατέλειωτες ατελείωτα / ατέλειωτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *