ατμόσφαιρα


ατμόσφαιρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

atmosferë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ατμόσφαιρα οι ατμόσφαιρες
γενική της ατμόσφαιρας των ατμοσφαιρών
αιτιατική την ατμόσφαιρα τις ατμόσφαιρες
κλητική ατμόσφαιρα ατμόσφαιρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *