αυστηρός


αυστηρός

(επίθετο – mbiemër)

i rreptë

ενικός
ονομαστική αυστηρός αυστηρή αυστηρό
γενική αυστηρού αυστηρής αυστηρού
αιτιατική αυστηρό αυστηρή αυστηρό
κλητική αυστηρέ αυστηρή αυστηρό
πληθυντικός
ονομαστική αυστηροί αυστηρές αυστηρά
γενική αυστηρών αυστηρών αυστηρών
αιτιατική αυστηρούς αυστηρές αυστηρά
κλητική αυστηροί αυστηρές αυστηρά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *