Αυστριακός


Αυστριακός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

austriak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Αυστριακός οι Αυστριακοί
γενική του Αυστριακού των Αυστριακών
αιτιατική τον Αυστριακό τους Αυστριακούς
κλητική Αυστριακέ Αυστριακοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *