( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
autobiografi
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αυτοβιογραφία | οι αυτοβιογραφίες |
γενική | της αυτοβιογραφίας | των αυτοβιογραφιών |
αιτιατική | την αυτοβιογραφία | τις αυτοβιογραφίες |
κλητική | αυτοβιογραφία | αυτοβιογραφίες |
[cite]