αφαλός


αφαλός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

kërthizë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αφαλός οι αφαλοί
γενική του αφαλού των αφαλών
αιτιατική τον αφαλό τους αφαλούς
κλητική αφαλέ αφαλοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *