αφυδατωμένος


αφυδατωμένος

(μετοχή-pjesore)

i dehidratuar

ενικός
ονομαστική αφυδατωμένος αφυδατωμένη αφυδατωμένο
γενική αφυδατωμένου αφυδατωμένης αφυδατωμένου
αιτιατική αφυδατωμένο αφυδατωμένη αφυδατωμένο
κλητική αφυδατωμένε αφυδατωμένη αφυδατωμένο
πληθυντικός
ονομαστική αφυδατωμένοι αφυδατωμένες αφυδατωμένα
γενική αφυδατωμένων αφυδατωμένων αφυδατωμένων
αιτιατική αφυδατωμένους αφυδατωμένες αφυδατωμένα
κλητική αφυδατωμένοι αφυδατωμένες αφυδατωμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *