αχυρώνας


αχυρώνας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

hangar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αχυρώνας οι αχυρώνες
γενική του αχυρώνα των αχυρώνων
αιτιατική τον αχυρώνα τους αχυρώνες
κλητική αχυρώνα αχυρώνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *