Βάσκος Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Βάσκος https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Βάσκος.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) bask ενικός πληθυντικός ονομαστική ο Βάσκος οι Βάσκοι γενική του Βάσκου των Βάσκων αιτιατική το Βάσκο τους Βάσκους κλητική Βάσκε Βάσκοι [cite]