βάτραχος


βάτραχος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

bretkocë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βάτραχος οι βάτραχοι
γενική του βατράχου / βάτραχου των βατράχων / βάτραχων
αιτιατική το βάτραχο τους βατράχους / βάτραχους
κλητική βάτραχε βάτραχοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *