βανίλια


βανίλια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vanilje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βανίλια οι βανίλιες
γενική της βανίλιας
αιτιατική τη βανίλια τις βανίλιες
κλητική βανίλια βανίλιες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *