(επίθετο – mbiemër)
barbar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βαρβαρικός | βαρβαρική | βαρβαρικό |
γενική | βαρβαρικού | βαρβαρικής | βαρβαρικού |
αιτιατική | βαρβαρικό | βαρβαρική | βαρβαρικό |
κλητική | βαρβαρικέ | βαρβαρική | βαρβαρικό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βαρβαρικοί | βαρβαρικές | βαρβαρικό |
γενική | βαρβαρικών | βαρβαρικών | βαρβαρικών |
αιτιατική | βαρβαρικούς | βαρβαρικές | βαρβαρικό |
κλητική | βαρβαρικοί | βαρβαρικές | βαρβαρικό |
[cite]