βεβαιότητα


βεβαιότητα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

siguri

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βεβαιότητα οι βεβαιότητες
γενική της βεβαιότητας των βεβαιοτήτων
αιτιατική τη βεβαιότητα τις βεβαιότητες
κλητική βεβαιότητα βεβαιότητες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *