βελάκια


βελάκια

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

lojë me shigjeta

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βελάκι τα βελάκια
γενική  –  –
αιτιατική το βελάκι τα βελάκια
κλητική βελάκι βελάκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *