βιαστής


βιαστής

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

përdhunues

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βιαστής οι βιαστές
γενική του βιαστή των βιαστών
αιτιατική το βιαστή τους βιαστές
κλητική βιαστή βιαστές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *