βιασύνη


βιασύνη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

nxitim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βιασύνη οι βιασύνες
γενική της βιασύνης
αιτιατική τη βιασύνη τις βιασύνες
κλητική βιασύνη βιασύνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *