βιβλιοπωλείο


βιβλιοπωλείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

librari

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βιβλιοπωλείο τα βιβλιοπωλεία
γενική του βιβλιοπωλείου των βιβλιοπωλείων
αιτιατική το βιβλιοπωλείο τα βιβλιοπωλεία
κλητική βιβλιοπωλείο βιβλιοπωλεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *