Βιρμανός


Βιρμανός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

birmanez

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Βιρμανός οι Βιρμανοί
γενική του Βιρμανού των Βιρμανών
αιτιατική το Βιρμανό τους Βιρμανούς
κλητική Βιρμανέ Βιρμανοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *