βλακώδης


βλακώδης

(επίθετο – mbiemër)

idiot

ενικός
ονομαστική βλακώδης βλακώδης βλακώδες
γενική βλακώδους βλακώδους βλακώδους
αιτιατική βλακώδη βλακώδη βλακώδες
κλητική βλακώδη(ς) βλακώδης βλακώδες
πληθυντικός
ονομαστική βλακώδεις βλακώδεις βλακώδη
γενική βλακωδών βλακωδών βλακωδών
αιτιατική βλακώδεις βλακώδεις βλακώδη
κλητική βλακώδεις βλακώδεις βλακώδη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *