βλαμμένος


βλαμμένος

(μετοχή-pjesore)

i metë
çyryk

ενικός
ονομαστική βλαμμένος βλαμμένη βλαμμένο
γενική βλαμμένου βλαμμένης βλαμμένου
αιτιατική βλαμμένο βλαμμένη βλαμμένο
κλητική βλαμμένε βλαμμένη βλαμμένο
πληθυντικός
ονομαστική βλαμμένοι βλαμμένες βλαμμένα
γενική βλαμμένων βλαμμένων βλαμμένων
αιτιατική βλαμμένους βλαμμένες βλαμμένα
κλητική βλαμμένοι βλαμμένες βλαμμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *