(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
bombardim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ο βομβαρδισμός | οι βομβαρδισμοί |
γενική | του βομβαρδισμού | των βομβαρδισμών |
αιτιατική | το βομβαρδισμό | τους βομβαρδισμούς |
κλητική | βομβαρδισμέ | βομβαρδισμοί |
[cite]