βοοειδή


βοοειδή

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gjedh
bagëti

ενικός πληθυντικός
ονομαστική τα βοοειδή
γενική των βοοειδών
αιτιατική τα βοοειδή
κλητική βοοειδή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *