βοσνιακός


βοσνιακός

(επίθετο – mbiemër)

boshnjak

ενικός
ονομαστική βοσνιακός βοσνιακή βοσνιακό
γενική βοσνιακού βοσνιακής βοσνιακού
αιτιατική βοσνιακό βοσνιακή βοσνιακό
κλητική βοσνιακέ βοσνιακή βοσνιακό
πληθυντικός
ονομαστική βοσνιακοί βοσνιακές βοσνιακά
γενική βοσνιακών βοσνιακών βοσνιακών
αιτιατική βοσνιακούς βοσνιακές βοσνιακά
κλητική βοσνιακοί βοσνιακές βοσνιακά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *