Βουδιστής Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Βουδιστής https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Βουδιστής.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) Budist ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βουδιστής οι βουδιστές γενική του βουδιστή των βουδιστών αιτιατική το βουδιστή τους βουδιστές κλητική βουδιστή βουδιστές [cite]