βρεγμένος


βρεγμένος

(μετοχή-pjesore)

i lagur
i qullur

ενικός
ονομαστική βρεγμένος / βρεμένος βρεγμένη / βρεμένη βρεγμένο / βρεμένο
γενική βρεγμένου / βρεμένου βρεγμένης / βρεμένης βρεγμένου / βρεμένου
αιτιατική βρεγμένο / βρεμένο βρεγμένη / βρεμένη βρεγμένο / βρεμένο
κλητική βρεγμένε / βρεμένε βρεγμένη / βρεμένη βρεγμένο / βρεμένο
πληθυντικός
ονομαστική βρεγμένοι / βρεμένοι βρεγμένες / βρεμένες βρεγμένα / βρεμένα
γενική βρεγμένων / βρεμένων βρεγμένων / βρεμένων βρεγμένων / βρεμένων
αιτιατική βρεγμένους / βρεμένους βρεγμένες / βρεμένες βρεγμένα / βρεμένα
κλητική βρεγμένοι / βρεμένοι βρεγμένες / βρεμένες βρεγμένα / βρεμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *