βροντή


βροντή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bubullimë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βροντή οι βροντές
γενική της βροντής των βροντών
αιτιατική τη βροντή τις βροντές
κλητική βροντή βροντές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *