βροχή


βροχή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βροχή οι βροχές
γενική της βροχής των βροχών
αιτιατική τη βροχή τις βροχές
κλητική βροχή βροχές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *