βωμός


βωμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

altar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βωμός οι βωμοί
γενική του βωμού των βωμών
αιτιατική το βωμό τους βωμούς
κλητική βωμέ βωμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *