βότκα Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βότκα https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βότκα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) vodkë ενικός πληθυντικός ονομαστική η βότκα οι βότκες γενική της βότκας – αιτιατική τη βότκα τις βότκες κλητική βότκα βότκες [cite]