γάντζος


γάντζος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

çengel
kanxhë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο γάντζος οι γάντζοι
γενική του γάντζου των γάντζων
αιτιατική το γάντζο τους γάντζους
κλητική γάντζε γάντζοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *