γατάκι


γατάκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kotele

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το γατάκι τα γατάκια
γενική
αιτιατική το γατάκι τα γατάκια
κλητική γατάκι γατάκια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *