φαρσοκωμωδία


φαρσοκωμωδία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

komedi e ulët (me  farsa)

komedi me shumë situata komike

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φαρσοκωμωδία οι φαρσοκωμωδίες
γενική της φαρσοκωμωδίας των φαρσοκωμωδιών
αιτιατική τη φαρσοκωμωδία τις φαρσοκωμωδίες
κλητική φαρσοκωμωδία φαρσοκωμωδίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *