φιλέτο


φιλέτο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fileto

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φιλέτο τα φιλέτα
γενική του φιλέτου των φιλέτων
αιτιατική το φιλέτο τα φιλέτα
κλητική φιλέτο φιλέτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *