φιλαράκος


φιλαράκος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

mik
shok

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φιλαράκος οι φιλαράκοι
γενική του φιλαράκου των φιλαράκων
αιτιατική το φιλαράκο τους φιλαράκους
κλητική φιλαράκο φιλαράκοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *