φρουτοσαλάτα


φρουτοσαλάτα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

sallatë frutash

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φρουτοσαλάτα οι φρουτοσαλάτες
γενική της φρουτοσαλάτας των φρουτοσαλατών
αιτιατική τη φρουτοσαλάτα τις φρουτοσαλάτες
κλητική φρουτοσαλάτα φρουτοσαλάτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *