φωτιά


φωτιά

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

zjarr

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φωτιά οι φωτιές
γενική της φωτιάς των φωτιών
αιτιατική τη φωτιά τις φωτιές
κλητική φωτιά φωτιές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *