Χιλιανός


Χιλιανός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

kilian

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Χιλιανός οι Χιλιανοί
γενική του Χιλιανού των Χιλιανών
αιτιατική το(ν) Χιλιανό τους Χιλιανούς
κλητική Χιλιανέ Χιλιανοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *