χνάρι


χνάρι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

shteg
gjurmë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χνάρι τα χνάρια
γενική του χναριού των χναριών
αιτιατική το χνάρι τα χνάρια
κλητική χνάρι χνάρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *