χρονόμετρο


χρονόμετρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kronometër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα
γενική τους χρονομέτρου των χρονομέτρων
αιτιατική το χρονόμετρο τα χρονόμετρα
κλητική χρονόμετρο χρονόμετρα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *