χρωματιστός


χρωματιστός

(επίθετο – mbiemër)

me ngjyrë

plot ngjyrë

ενικός
ονομαστική χρωματιστός χρωματιστή χρωματιστό
γενική χρωματιστού χρωματιστής χρωματιστού
αιτιατική χρωματιστό χρωματιστή χρωματιστό
κλητική χρωματιστέ χρωματιστή χρωματιστό
πληθυντικός
ονομαστική χρωματιστοί χρωματιστές χρωματιστά
γενική χρωματιστών χρωματιστών χρωματιστών
αιτιατική χρωματιστούς χρωματιστές χρωματιστά
κλητική χρωματιστοί χρωματιστές χρωματιστά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *