χρώμιο


χρώμιο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

krom

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρώμιο τα χρώμια
γενική του χρωμίου των χρωμίων
αιτιατική το χρώμιο τα χρώμια
κλητική χρώμιο χρώμια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *