χωματερή


χωματερή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

landfill

vendi i plehrave

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χωματερή οι χωματερές
γενική της χωματερής των χωματερών
αιτιατική τη χωματερή τις χωματερές
κλητική χωματερή χωματερές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *